Το γκαρσόνι πολυτελείας- σύμφωνα με τη φωτογραφία του Σαββάτου- που ψάχναμε και σήμερα είναι προπονητής σε γυναικεία καλαθοσφαιρική ομάδα (LSU), κάποτε υπήρξε μέγας σκόρερ του «αιωνίου» Πανιωνίου και κατ’ επέκταση και του Ελληνικού πρωταθλήματος, την περίοδο 1994 - 1995, όντας συμπαίκτης με τον Thurl Bailey (τον «χρησιμοποιήσαμε» και αυτόν σε προγενέστερο κουίζ. Βλέπε 21 Ιανουαρίου 2021). Δεν ήταν άλλος από τον Travis (Cortez) Mays!
Με ύψος 1.88, ήταν τυπικό είδος Αμερικανού combo guard, που περισσότερο του άρεσε να σκοράρει με μακρινά σουτ (έξοχο στυλ είπαμε, θαυμάστε τον στη φωτό να σουτάρει με μπάλα Wilson- πόσα χρόνια έχω να πιάσω στα χέρια τέτοια μπάλα!) και μετά το τέλος του αγώνα να κοιτάζει τα στατιστικά του, αδιαφορώντας για τον αν η ομάδα του είχε κατακτήσει το ροζ ή το κίτρινο φύλλο αγώνα, ενώ και σε δύσκολα σημεία του αγώνα δεν ήταν ακριβώς ο παίκτης που θα έπαιρνε το παιχνίδι πάνω του. Με τους κυανέρυθρους έφτασε μέχρι τους προημιτελικούς του Κυπέλλου Κόρατς και τον τελικό κυπέλλου Ελλάδας του Μαρτίου 1995, στο final four της Λαμίας, όπου ηττήθηκε άνετα κόντρα στον Π.Α.Ο.Κ. με 72- 53, ενώ δικαίωσε και τη φήμη του ως ικανού σουτέρ τριών πόντων νικώντας στο σχετικό διαγωνισμό στο ντόπιο All Star game.
Στην καριέρα του στάθηκε αρκετά άτυχος, αφού τίποτε δεν προμήνυε ότι το νούμερο 14 των draft του 1990 στο ΝΒΑ και μέλος της δεύτερης All Rookie πεντάδας, με μέσο όρο 14,3 πόντους ανά παιχνίδι στην πρώτη χρονιά στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, με τη φανέλα των Sacramento Kings, θα έπαιρνε την κατιούσα. Η επόμενη χρονιά του στους Atlanta Hawks, που θα προτιμούσε να τον είχαν επιλέξει από την αρχή στη διαδικασία των draft, ήταν καταστροφική, αφού εκεί άρχισαν να τον «βρίσκουν» οι σοβαροί τραυματισμοί. Δύο μόλις παιχνίδια τη σαιζόν 1991- 92 και ρήξη αχίλλειου τένοντα και 49 την περίοδο 1992- 93 και ρήξη χιαστών. Κοινώς, αντίο ΝΒΑ. Μια νέα προσπάθεια να αγωνιστεί στο CBA αλλά και στη Βοστώνη, το 1994, δεν ευδοκίμησαν. Ο Mays έκλεινε ουσιαστικά την πόρτα με την ταμπέλα «Αμερικανικό μπάσκετ» ερμητικά πίσω του και κοίταζε προς την Ευρώπη.
Και κάπου εκεί ήρθε ο Πανιώνιος του Ντούσαν Ίβκοβιτς να του δώσει την ευκαιρία που έψαχνε. Το καλοκαίρι, μετά την Ελληνική εμπειρία, κάνει το παν να επιστρέψει στο ΝΒΑ και στο Ορλάντο αυτή τη φορά, αλλά και πάλι τζίφος. Ακολούθησαν δύο ξεκούραστες χρονιές στο Ισραήλ και την Τουρκία και τέλος δύο καλές χρονιές στη μετρίου βεληνεκούς τότε Σιένα, όπου ήταν το πρώτο βιολί με τον γνωστό μας, από τη θητεία του στον Ολυμπιακό του 1989, Larry Middleton.
Στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, πάντως, όπου πέρασε τα καλύτερά του χρόνια ως αθλητής, ακόμα έχουν να λένε για την φοβερή επιθετική τριάδα που αποτελούσε με τους συμπαίκτες του, Lance Blanks και Joey Wright. Ε.. βάλτε και τον ίδιο στο ενδιάμεσο (Mays) και έχετε την «B.M.W The Ultimate scoring machine» ( η αυτοκινητοβιομηχανία που λέγαμε). Γενικώς, οι Αμερικανοί την έχουν αυτήν την τάση με τα αρχικά ονομάτων. Θυμηθείτε την τριπλέτα Run TMC (Tim Hardaway, Mitch Richmond, Chris Mullin των Golden State Warriors). Και σ’ εμάς ο καλός φίλος, Panagiotis Mentis, τη θύμησε!
Όσο για τον ίδιο? Έχει μείνει με τις αναμνήσεις της μιας πολύ καλής χρονιάς που έκανε στο ΝΒΑ και με το γεγονός ότι αντιμετώπισε παίκτες, όπως ο Drexler, ο Maxwell και ο «πολύς» Michael Jordan, για τον οποίο ο Μέις έχει πει ότι μέσα στον αγώνα τον αντιμετωπίζεις όπως την αρκούδα, απλά προσπαθείς να τον αφήσεις να «κοιμηθεί» και να μην τον ξυπνήσεις. Εσάς, πάντως, ήταν αδύνατον να μην σας ξυπνήσω και να μην απαντήσετε σωστά για πολλοστή φορά.