Αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στις υπόλοιπες θέσεις, τερματοφύλακας δεν γίνεσαι, γεννιέσαι. Το «τέρμα» αποφασίζει ότι αυτή είναι η θέση του, από μικρός, όταν τα άλλα παιδάκια κυνηγούν τα γκολ.
Ο τερματοφυλακας πιο πολύ από κάθε ποδοσφαιριστή έχει την αίσθηση του λάθους και σχεδόν πάντα το παραδέχεται: Παίζει μόνος του. Ο Νικοπολίδης κάποτε είχε δεχθεί, παίζοντας με την Εθνική σε ένα ματς στην Αλβανία, ένα γκολ από ένα σουτ από 35 μέτρα. Τον είχαμε βγάλει να μιλήσει στο ραδιόφωνο. Του είπαμε ότι η μπάλα πήρε τρομακτικό φάλτσο, ότι οι νέες μπάλες είναι πιο ελαφρές και παίζουν παιχνίδια, ότι σε τελική ανάλυση είχε μπροστά του αρκετό κόσμο και δεν ευθύνεται γιατί είδε αργά τη μπάλα. Τα άκουσε όλα και είπε: «Αφήστε τα, έκανα απλά λάθος εκτίμηση. Δεν υπολόγισα τίποτα σωστά. Φταίω».
Η εκτίμηση. Αυτή νομίζω είναι η λέξη κλειδί για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει με τον τερματοφύλακα. Ο κόσμος χαίρεται συχνά με τις μεγάλες επεμβάσεις: Φέτος στο πρωτάθλημά μας ο νεαρός Πασχαλάκης του ΠΑΣ έκανε μια με τα πόδια, εκπληκτική, σε ένα ματς με την ΑΕΛ. Όμως οι τερματοφύλακες δεν γίνονται μεγάλοι κάνοντας μόνον επεμβάσεις: το κατορθώνουν όταν αρκεί η παρουσία τους κάτω από τα δοκάρια για να υποχρεώνει τους κυνηγούς να κάνουν δύσκολα πράγματα κι αυτό το προκαλεί μόνον η δυνατότητα που έχουν στο να εκτιμούν τη φάση.
Οι τερματοφύλακες γίνονται μεγάλοι οταν η παρουσία τους κάτω από τα δοκάρια υποχρεώνει τους κυνηγούς να κάνουν δύσκολα πράγματα για να πετύχουν γκολ.
Στα μεγάλα του ματς ο Μπουφόν διακρίνεται γιατί νιώθεις ότι ξορκίζει τη μπάλα! Στην πραγματικότητα, δεν είναι οι επεμβάσεις του που τον κάνουν στα 41 του αναντικατάστατο. Είναι ότι γνωρίζεις πως όταν παίζει τα σουτ ξυρίζουν τα δοκάρια και φεύγουν άουτ. Κι αυτό γίνεται γιατί όποιος τα επιχειρεί γνωρίζει ότι ο τερματοφύλακας που έχει απέναντι βρίσκεται πάντα στη σωστή θέση, στέκεται πάντα σωστά, είναι πάντα εκεί που πρέπει. Ο Νόγιερ επίσης τολμά και βγαίνει είκοσι μέτρα έξω από την περιοχή για να βάζει στο μυαλό των κυνηγών ότι δεν φοβάται τίποτα.
Ο καλός τερματοφύλακας πάντα μπορεί και παίζει με το μυαλό των αντίπαλων κυνηγών. Ο Νικοπολίδης δεν είχε τα σωματικά προσόντα του Τάκη Οικονομόπουλου. Δεν είχε την έξοδο του Παναγιώτη Κελεσίδη. Δεν είχε σίγουρα το νεύρο του Νίκου Σαργκάνη. Σε σύγκριση όμως με όλους αυτούς τους μεγάλους είχε πάντα μια εξωπραγματική ικανότητα στην αντίληψη της φάσης και μάλιστα αυτή την ικανότητα την ανέπτυξε με τον καιρό και τη βρήκε πάνω στο παιχνίδι: Δεν ήταν ποτέ θέμα ψυχραιμίας. Το ενδιαφέρον στην ιστορία του είναι ότι ως άνθρωπος ήταν από τα νιάτα του αγχώδης και πάλευε με το στρες του. Ξεπέρασε το άγχος του χάρη στις τεράστιες παραστάσεις που απέκτησε παίζοντας. Η ιστορία του είναι ανάλογη με αυτή του μεγάλου Ντίνο Τζοφ, που έγινε άψογος μεγαλώνοντας.
Ο φορ πρέπει να στέλνει την μπάλα στα δίχτυα: στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο δύο είδη φορ: αυτοί που σκοράρουν κι αυτοί που παίζουν για τον άλλον. Τερματοφύλακας όμως υπάρχει μόνον ένας: Μπορεί να είναι τρελός ή τέρας ψυχραιμίας, «πλαστικός» ή «ντουλάπα», φωνακλάς ή cool. Αλλά πάντα είναι ένας τύπος που παίζει μόνος για να σταματήσει τους άλλους. Με όπλο το ότι ξέρει πάντα πού βρίσκεται, έστω κι αν αυτό είναι η κοσμάρα του.