Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού. Θα μπορούσε να είναι ειδύλλιο των Ελλήνων με την εθνική τους ομάδα

kato-apo-ti-lampsi-tou-fengariou-to-eidyllio-ton-ellinon-me-tin-ethniki-tous-omada

Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού. Θα μπορούσε να είναι ειδύλλιο των Ελλήνων με την εθνική τους ομάδα ή και ερωτικό δράμα, ανάλογα με τα αποτελέσματα. Η Ελλάδα πάει στη Νότια Αφρική με δύο ψυχές...

Στις 4 Ιουλίου του 2004, όταν η Εθνική Ελλάδος κέρδισε τη γηπεδούχο Πορτογαλία με 1-0 στη Λισαβόνα και έγινε πρωταθλήτρια Ευρώπης, είχε πανσέληνο. Για την ακρίβεια, είχε την πιο μεγάλη πανσέληνο που είδαμε ποτέ στην Αθήνα –μιλάω πολύ σοβαρά. Κάτω από το φως αυτού του φεγγαριού, εκατομμύρια άνθρωποι έστησαν το πιο μεγάλο διονυσιακό πανηγύρι που έγινε ποτέ στην Αθήνα, χωρίς να εξαιρούνται τα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας. Οι Ελληνες έχουν εκατοντάδες κουσούρια, κανείς ποτέ όμως δεν τους κατηγόρησε ότι δεν ξέρουν να γιορτάζουν το αναπάντεχο. Μια άλλη χώρα θα προβληματιζόταν για το γιατί άργησε να φτάσει τόσο σε μια επιτυχία καθώς δυνατότητες (αποδεδειγμένα πλέον) υπήρχαν. Η Ελλάδα δεν το έκανε ποτέ· το φως της πανσελήνου δεν επιτρέπει τέτοιους προβληματισμούς.

Η Εθνική Ελλάδος ταξιδεύει για τη Νότια Αφρική με δύο ψυχές: Η μία φοβάται τη διοργάνωση, η άλλη ονειρεύεται θαύματα σαν του 2004. Οι δύο ψυχές της είναι σαν τις δύο Ελλάδες. Η μία, η Ελλάδα της νύχτας, τρώει σουβλάκια μεθυσμένη τα χαράματα, κοροϊδεύει τους ικανούς και στο ποδόσφαιρο προτιμά από τη σκληρή δουλειά τη διαφθορά, που εξασφαλίζει επιτυχίες: Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου κάθε διαιτητής θεωρείται στημένος! Η άλλη Ελλάδα, η Ελλάδα της μέρας, δουλεύει σκληρά, πρέπει να τα βγάλει πέρα με μηνιαίους μισθούς που δεν ξεπερνούν τα 700 ευρώ και μειώνονται, αλλά βγάζει ποδοσφαιριστές με τσαγανό, που τιμούν τη φανέλα που φοράνε και σε κάνουν να δακρύζεις για την πίστη τους. Αυτή, η δεύτερη Ελλάδα, κέρδισε την πρόκριση στα τελικά του μουντιάλ στο παγωμένο Κίεβο, όπως και το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2004. Η Ελλάδα της μέρας κέρδισε το Euro μια νύχτα με πανσέληνο, μια νύχτα σαν μέρα.

Η Ελλάδα ταξιδεύει στη Νότια Αφρική με την ανάμνηση του θαύματος και μια παράξενη σιγουριά μιας μη επανάληψής του. Στην Ελλάδα, όταν ψάξαμε για τη συνταγή του θαύματος, καταλήξαμε στο προφανές: Εχουμε επιτέλους ένα σοφό και δίκαιο προπονητή, όπως είναι ο Οτο Ρεχάγκελ, οι βασικοί παίκτες της Εθνικής μας αγωνίζονται στο εξωτερικό και έχουν πλέον πείρα και παραστάσεις σοβαρών πρωταθλημάτων, η ομάδα δεν είχε άγχος και έπρεπε οι άλλοι να αποδείξουν ότι είναι καλύτεροί της για να την κερδίσουν. Ολα αυτά ίσχυσαν τότε και ισχύουν και τώρα, όμως δεν φαίνεται να αρκούν για να μας κάνουν αισιόδοξους. Το αληθινό μυστικό είναι ότι ο Ρεχάγκελ περνάει το χρόνο του κυρίως στη Γερμανία και, μένοντας μακριά μας, δεν κόλλησε τα μεταδοτικά ελαττώματά μας. Οι ίδιοι οι παίκτες έπαιζαν για να αποδείξουν ότι δεν είναι τόσο μέτριοι όσο τους περιέγραφαν οι δημοσιογράφοι για χρόνια. Η ίδια η ομάδα προέκυψε χωρίς καμία παραγοντική παρέμβαση, μεγάλωσε σε ένα θερμοκήπιο γενικής αδιαφορίας και αυτό ήταν η τύχη της, κυρίως αν κάποιος υπολογίσει ότι οι Ελληνες παράγοντες (και ειδικά αυτοί της ομοσπονδίας) έχουν ένα φυσικό ταλέντο στο να προκαλούν συμφορές! Δεν ήταν συνταγή εκείνο το πράγμα, ήταν συνισταμένη εντυπωσιακών συμπτώσεων. Θα μπορούσαν και τώρα να υπάρξουν; Ναι, αλλά υπάρχει ο φόβος ότι δεν αρκούν.

Μοιάζει σαν να εξαντλήσαμε το μπόνους της καλοτυχίας και έκτοτε τιμωρούμαστε. To Euro μάς έδωσε την ευκαιρία να φτιάξουμε ποδόσφαιρο, αλλά εμείς το θέλουμε ακόμη βρόμικο. Σαν τα σουβλάκια...

Τι θα κάνουμε στη Νότια Αφρική, θα ρωτήσει όποιος αγαπάει τα παραμύθια. Τώρα, τα παιδιά μεγάλωσαν, και τα παιδιά, όταν μεγαλώνουν, δεν ξέρεις ποτέ τι σχέδια έχουν. Ο Ζαγοράκης είναι πρόεδρος του Π.Α.Ο.Κ., ο Τσιάρτας σχολιαστής, ο Βρύζας τεχνικός διευθυντής, αλλά αν αυτοί αποστρατεύτηκαν, οι «λοχαγοί» του 2004 έγιναν σήμερα συνταγματάρχες: Ο Κατσουράνης, ο Σεϊταρίδης, ο Καραγκούνης, ο Χαλκιάς, ο Χαριστέας έχουν αίσθηση της αποστολής και θα παίξουν και αυτήν τη φορά για να κάνουν δύσκολη τη ζωή αυτών που στην άλλη Ελλάδα (όχι τη δική τους) αμφισβητούν την αξία τους παρά τα όσα πέτυχαν.

Δίπλα τους υπάρχουν φιλόδοξοι desperados όπως ο Κυργιάκος κι ο Γκέκας, κομάντος όπως ο Τοροσίδης κι ο Βίντρα, ταλέντα που ψάχνουν χειροκροτήματα όπως ο Νίνης και ο Παπασταθόπουλος. Αλλά υπάρχει και η παράξενη αίσθηση ότι ως χώρα εξαντλήσαμε το μπόνους της καλοτυχίας και έκτοτε τιμωρούμαστε, γιατί μολονότι η μοίρα μάς έδωσε μια ευκαιρία να φτιάξουμε το ποδόσφαιρό μας, εμείς εξακολουθούμε να το προτιμούμε βρόμικο, όπως το σεξ και τα σουβλάκια.

Κοιτάζω το ημερολόγιο να δω αν έχει πάλι πανσέληνο αυτές τις μέρες. Αν έχει, όλα θα πάνε καλά. Το φως του φεγγαριού είναι το μόνο που επιτρέπει σε μια χώρα, που λατρεύει τη νύχτα μολονότι είναι γεμάτη ήλιο– να βρει το δρόμο της. Ελπίζω, αλλά δεν βλέπω φως.