Εκείνη τη μέρα δεν το είχε συνειδητοποιήσει κανείς. Ούτε καν ο ίδιος, που είχε ανακοινώσει μέχρι τότε, πάνω στη θολούρα του, κάμποσες φορές ότι αποχωρεί από το ποδόσφαιρο. Ήταν 25 Οκτωβρίου του 1997 στο «Μονουμεντάλ» σε ένα κλασικό ντέρμπι με τη Ρίβερ Πλέιτ. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα είχε ξεκινήσει στην ενδεκάδα, αλλά η απόδοσή του ήταν άθλια. Ό,τι χειρότερο στο τελευταίο επίσημο παιχνίδι του λατρεμένου θεού του ποδοσφαίρου.
«Αργός, προβλέψιμος, ένας λιγότερο επικίνδυνος ποδοσφαιριστής για τη Ρίβερ. Απίστευτο, αλλά αληθινό» έγραφε στο σχόλιό του ο δημοσιογράφος της «Οle» για τον Ντιεγκίτο, που εμφανιζόταν τότε στις προπονήσεις όποτε το θυμόταν και όταν φυσικά ξεθόλωνε από την κοκαϊνη.
Η αντικατάστασή του με κάποιον... Ρικέλμε ήταν επιβεβλημένη. Η ψυχή του, όμως, παρέμεινε μέσα στο γήπεδο και οδήγησε τους παίκτες της Μπόκα στην ανατροπή. Το 1-0 υπέρ της Ρίβερ μετατράπηκε σε 1-2, με τον Τορεσάνι να πετυχαίνει το γκολ της ισοφάρισης και να δηλώνει με χαμόγελο: «Ηταν ένα σκαφτό πλασέ. Μεταμορφώθηκα σε Μαραντόνα και σκόραρα».
Το δεύτερο γκολ προήλθε από σέντρα του Μπερμούδες και κεφαλιά του Παλέρμο, για να αναλάβει δράση ο Μαραντόνα μετά τη λήξη, στήνοντας το δικό του πάρτι μέσα στο «Μονουμεντάλ» παρέα με τους οπαδούς της Μπόκα.
Η ανακοίνωση
Τέσσερις ημέρες αργότερα και μία πριν κλείσει τα 37, ο «πίμπε ντ όρο» το ανακοίνωσε. Εξαρτημένος από την κοκαϊνη, κάτι που αποδείχτηκε πάλι σε έλεγχο ντόπινγκ κοντρόλ, αποφάσισε να δώσει τέλος στην παράσταση. «Δεν μπορώ, σταματάω» είπε και ξεκίνησε τον πιο δύσκολο αγώνα της ζωής του, την απεξάρτηση από τα ναρκωτικά.
Έχουν περάσει 30 χρόνια από τότε και εκείνο που μας έχει μείνει στη μνήμη είναι η απάντηση που έδωσε κάποια Χριστούγεννα σε τηλεοπτική εκπομπή στο αφελές ερώτημα συναδέλφου «Τι θα ήθελες να σου φέρει ο Αγιος Βασίλης;». Ο Ντιέγκο με δάκρυα στα μάτια τού είπε: «Θα ήθελα να με κάνει 25 χρόνων, για να παίξω πάλι ποδόσφαιρο υψηλού επιπέδου...».
Ήταν πάντα ο θεός τους
Η τελευταία σεζόν του Μαραντόνα στην Μπόκα ήταν και η πιο δύσκολη. Αφενός γιατί είχε βαρύνει πολύ και θύμιζε ελάχιστα πράγματα από τον παλιό καλό του εαυτό, αφετέρου διότι η κοκαϊνη τον είχε καταστρέψει. Πήγαινε σπανίως στις προπονήσεις, αλλά ένιωθε πάντα -και ήταν- ο μεγάλος ηγέτης της ομάδας. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ να του κάνει παρατήρηση και το απίστευτο είναι ότι σε αυτή την κατάσταση οι συμπαίκτες του όχι μόνο δεν τον κατηγορούσαν, αλλά τον ήθελαν στο πλευρό τους, διότι τους ενέπνεε εμπιστοσύνη. Η αύρα του Ντιέγκο, ακόμη και σε εκείνη τη δύσκολη φάση της ζωής του, ήταν ένα σημαντικό κίνητρο για τους νεότερους παίκτες, που ήθελαν μάταια να αποκτήσουν κάτι από την έντονη προσωπικότητά του.
Οι διάδοχοι
Από την ημέρα που σταμάτησε ο Μαραντόνα αλλά και ακόμη νωρίτερα έχρισε ως διαδόχους του δεκάδες ποδοσφαιριστές. Από κάτι απίθανους σαν τον Ντιέγκο Λατόρε και τον Αριέλ Ορτέγκα μέχρι τους πιο αγαπημένους του Χουάν Ρομάν Ρικέλμε και Λιονέλ Μέσι. Ο τελευταίος είναι και ο μόνος που θυμίζει κάτι από Ντιέγκο, αν κρίνουμε και από τα δύο γκολ που σημείωσε την περσινή σεζόν καθ εικόνα και κατ ομοίωση του περιβόητου αγώνα της Αργεντινής με την Αγγλία το 1986 στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού. Οπως γράφει και η «Οle» στο χθεσινό αφιέρωμά της, το γονίδιο που άφησε πίσω του είναι ό,τι πιο πολύτιμο για το ποδόσφαιρο της Αργεντινής.
Ο χωρισμός και η Κούβα
Το «αντίο» του Ντιέγκο από το ποδόσφαιρο δεν ήταν απλή υπόθεση. Πολλοί λένε ότι τον οδήγησε πιο γρήγορα στην κατάθλιψη. Χώρισε με τη γυναίκα του Κλαούντια, με την οποία ήταν μαζί από παιδιά, έπαψε να συνεργάζεται με το φίλο και μάνατζέρ του Γκιγιέρμο Κόπολα, κατηγορώντας τον ότι του «έφαγε» αρκετά λεφτά, και πήρε πολλά κιλά, ιδίως τον καιρό που ήταν στην Κούβα, τα οποία τον έφεραν ένα βήμα από το θάνατο.
Παρ όλα αυτά ο Μαραντόνα άντεξε και αυτή την πίεση, ξεπέρασε τους εφιάλτες με τις ψυχιατρικές κλινικές και έκανε επέμβαση στο στομάχι του για να βρεθεί πάλι στα κιλά του. Συνέχισε τις καταχρήσεις, αλλά με... μέτρο, όσο αστείο και αν ακούγεται, έκανε εκπομπή στην τηλεόραση και κάποια στιγμή άρχισε να παίζει σε αγώνες επίδειξης σε κλειστά γήπεδα. Εν ολίγοις βρήκε τον εαυτό του.
«Δεν πέθανα ακόμη»
Στις 25 του περασμένου Απρίλη κυκλοφόρησε έντονα μία φήμη ότι ο Ντιέγκο Μαραντόνα πέθανε. Νοσηλευόταν πάλι τότε σε ψυχιατρική κλινική στο Μπουένος Αϊρες, αλλά δεν είχε κάτι σοβαρό, παρά τις υπερβολές με το αλκοόλ. Είναι χαρακτηριστικό ότι μπλόκαραν οι τηλεφωνικές γραμμές από γνωστούς και μη που ήθελαν να μάθουν αν είναι αλήθεια. Ο ίδιος δεν άργησε να πληροφορηθεί τη φήμη και με ένα σαρκαστικό χαμόγελο έλεγε στους δικούς του ανθρώπους: «Ο Ντιέγκο ζει. Δεν πέθανε ακόμη...».