Ο πολυτάλαντος Νορβηγός τεχνικός, μετά την καθιέρωση στη Νορβηγία και το Βέλγιο, ήρθε κάποτε στο λιμάνι με την ελπίδα μαζί με τον Ολυμπιακό να κάνουν πράξη τα Ευρωπαϊκά όνειρα τους.
Μετά από "παρέλαση ονομάτων" που ακούστηκαν για τον ερυθρόλευκο πάγκο, ο Νορβηγός πήρε το χρίσμα από τον Σωκράτη Κόκκαλη. Χαρακτηρίζεται από μία ιδιαίτερη προσωπικότητα, παραμένει πάντα πιστός στις αρχές του και φημίζεται για τις καλές σχέσεις που διατηρεί με τους παίκτες του.
Τον έχουν χαρακτηρίσει, "φιλόσοφο" και φημίζεται για τον επιθετικό τρόπο παιχνιδιού με τον οποίο αγωνίζονται οι ομάδες του. Παραμένει πιστός στο 4-3-3 ανεξάρτητα από την έδρα, τον αντίπαλο ή την κρισιμότητα ενός παιχνιδιού και προσπαθεί να εφαρμόζει άμυνα ζώνης, με τους παίκτες να πιέζουν κρατώντας τις γραμμές τους.
Η ποδοσφαιρική του καριέρα
Γεννημένος το 1959 στο Τρόμσο της Νορβηγίας, ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην άσημη Μο το 1976. Το 1981, μεταγράφηκε στη Βαλερένγκα που κυριαρχούσε εκείνα τα χρόνια στο Νορβηγικό ποδόσφαιρο. Αγωνίστηκε στην ομάδα του Όσλο τρεις σεζόν, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα.
Το 1984, ο σκληροτράχηλος κεντρικός αμυντικός, πήρε μεταγραφή για τη Ρόζενμποργκ. Έμεινε στο Τρόντχαϊμ επτά χρόνια, κατακτώντας τρία πρωταθλήματα και δύο κύπελλα. Το 1985 η Ρόζενμποργκ πήρε χάρη σε δικό του γκολ, στο καθοριστικό παιχνίδι με την Λίλεστρομ (1-0) την τελευταία αγωνιστική, το πρωτάθλημα για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια. Μάλιστα το παιχνίδι εκείνο έχει μείνει στην ιστορία για το ρεκόρ προσέλευσης θεατών που σημειώθηκε στο Λέρκενταλ.
Τελευταίος σταθμός του Σόλιντ ως ποδοσφαιριστή, ήταν η Μπόντο Γκλιμτ όπου πήγε το 1992 με την ιδιότητα του παίκτη- προπονητή. Την διατήρησε για δύο χρόνια, μέχρι το 1994, πριν αφοσιωθεί οριστικά στους πάγκους. Στην καριέρα του αγωνίστηκε με την Εθνική Νορβηγίας 15 φορές, σημειώνοντας ένα γκολ με τη φανέλα με τα εθνικά χρώματα.
Η στροφή στην προπονητική
Η προπονητική του πορεία ξεκίνησε, όπως είδαμε, το 1992 όταν ανέλαβε την Μπόντο Γκλιμτ ως παίκτης-προπονητής. Η πορεία του ήταν θριαμβευτική. Στην πρώτη του σεζόν την οδήγησε στην πρώτη θέση της 2ης κατηγορίας και την αμέσως επόμενη χρονιά, αν και νεοφώτιστη, στη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος και στην κατάκτηση του κυπέλλου.
Το 1995 η Μπόντο Γκλιμτ κατετάγη 3η στο Πρωτάθλημα, ενώ το 1996 έφτασε και πάλι στον τελικό του κυπέλλου, όπου ηττήθηκε όμως αυτή τη φορά από την Τρόμσο. Στο τέλος αυτής της σεζόν αποχώρησε από την τεχνική ηγεσία της Μπόντο Γκλιμτ, λόγω διαφωνιών με τη διοίκηση.
Ένα ανερχόμενο όνομα όμως, όπως αυτό του Σόλιντ, δεν θα μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό χωρίς δουλειά. Έτσι, ο τότε προπονητής της Ρόζενμποργκ, ο θρύλος του Νορβηγικού ποδοσφαίρου Νιλς Άρνε Έγκεν, που τον είχε παίχτη παλιότερα στη Ρόζενμποργκ και διέκρινε το ταλέντο του στην προπονητική, τον προσέλαβε ως βοηθό του το 1997.
Η πρώτη γνωριμία με τον Ολυμπιακό
Στην πρώτη του σεζόν στη Ρόζενμποργκ, ως βοηθός προπονητή, αντιμετώπισε στη φάση των ομίλων τον Ολυμπιακό που συμμετείχε τότε για πρώτη φορά στο Champions League. Οι ερυθρόλευκοι γνώρισαν τη συντριβή με 5-1 στο Τρόντχαϊμ, όμως πίκραναν τον Σόλιντ και την ομάδα του την τελευταία αγωνιστική στο ΟΑΚΑ, όταν με απ'ευθείας χτύπημα φάουλ του Τζόρτζεβιτς στο 88', την ισοφάρισαν σε 2-2 και παρότι αδιάφοροι βαθμολογικά, της στέρησαν την πρόκριση από τη Ρόζενμποργκ.
Στα τέλη του 1997, ο Έγκεν ανακοίνωσε ότι αποφάσισε μετά από δέκα χρόνια στον πάγκο της Ρόζενμποργκ να παραμείνει εκτός δράσης για μια σεζόν και ο 39χρονος- τότε- Σόλιντ πήρε το χρίσμα του προσωρινού αντικαταστάτη του. Εκείνη τη χρονιά, η Ρόζενμποργκ κατέκτησε το πρωτάθλημα και έκανε εξαιρετική πορεία στο Champions League, χάνοντας όμως την τελευταία αγωνιστική με 2-0 το παιχνίδι με τη Γιουβέντους στο Ντελέ Άλπι και μαζί την πρόκριση στους 8, αφού αν και συγκέντρωσε στη φάση των ομίλων τους ίδιους βαθμούς με τη Γιουβέντους και τη Γαλατάσαραϊ, οι Ιταλοί πήραν την πρώτη θέση στην ισοβαθμία.
Η μετανάστευση στο Βέλγιο
Το 1998 ήταν και η τελευταία χρονιά που κοουτσάρισε στην πατρίδα του. Με το τέλος της σεζόν τον Δεκέμβριο. ο Έγκεν επέστρεψε στον πάγκο της Ρόζενμποργκ και ο Σόλιντ ήταν πλέον έτοιμος να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και εκτός Νορβηγίας αφού δεν τον “χώραγε” πια η θέση του βοηθού προπονητή.
Με το πρωτάθλημα να έχει τελειώσει, αμέσως μετά τον αποκλεισμό της Ρόζενμποργκ από το Champions League τον Δεκέμβριο, ο Σόλιντ μετακόμισε στο Βέλγιο και πιο συγκεκριμένα στη Γάνδη. Η ομάδα βρισκόταν ήδη στη μέση της βαθμολογίας και η πρώτη “μισή” σεζόν του Νορβηγού στον πάγκο της μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεταβατική. Το τέλος της σεζόν 1998-99 βρήκε τη Γάνδη στην 8η θέση της βαθμολογίας αλλά ο Σόλιντ είχε ήδη επιβάλει τη φιλοσοφία του και έχοντας πλέον την ευκαιρία να σχεδιάσει πια ο ίδιος την ομάδα για την επόμενη σεζόν όπως ήθελε, το έργο του δεν άργησε να φανεί.
Τη σεζόν 1999-2000, παίζοντας επιθετικό ποδόσφαιρο η Γάνδη αναδείχθηκε στην ευχάριστη έκπληξη της Jupiler League και έχοντας τη δεύτερη καλύτερη επίθεση στο πρωτάθλημα, τερμάτισε 3η, πίσω από τις Άντερλεχτ και Μπριζ κερδίζοντας την έξοδο στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Οι άνθρωποι της Κλαμπ Μπριζ, ψάχνοντας τον αντικαταστάτη του Ρενέ Βερχέγιεν, εντυπωσιασμένοι από τη δουλειά του Σόλιντ, που κέρδισε με τη Γάνδη δύο φορές τη Μπριζ (1-3 στον πρώτο γύρο και 2-0 στον δεύτερο) φρόντισαν να τον κλείσουν από την Φεβρουάριο, τρεις μήνες πριν τελειώσει η σεζόν.
H οικοδόμηση της νέας Μπριζ
Τον Ιούνιο του 2000, ο Σόλιντ ανέλαβε και επισήμως την τεχνική ηγεσία της ιστορικής Μπριζ. Την πρώτη χρονιά, ο Σόλιντ ξεκίνησε μαζεύοντας στα Jan Breydel τα πρώτα από τα συστατικά που χρειαζόταν για να φτιάξει την ομάδα που οραματιζόταν: Έναν “εργατικό” στράικερ, τον συμπατριώτη του Ρούνε Λάνγκε (ύψος 1.87μ., 153 συμμετοχές και 73 τέρματα με τη φανέλα της Μπριζ σε όλες τις διοργανώσεις), έναν πολυσύνθετο αμυντικό χαφ (Τίμι Σίμονς, 1.86μ., 235 συμμετοχές και 31 γκολ στις πέντε αυτές σεζόν) και έναν αμυντικό (Πίτερ Βαν ντε Χέιντεν, επίσης αναντικατάστατος, έχει προλάβει να φορέσει τη φανέλα της Μπριζ 217 φορές σε μια πενταετία). Παρατηρήσατε κάτι; Όλοι πάνω από 1.80 στο ύψος...
Η Μπριζ παρουσιάστηκε μεταμορφωμένη και με το επιθετικό ποδόσφαιρο του Σόλιντ κατάφερε να συγκεντρώσει 11 βαθμούς περισσότερους από την προηγούμενη σεζόν. Χτύπησε στα ίσια τον τίτλο, αλλά τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος έχασε με 0-1 από την Άντερλεχτ σε ένα ντέρμπι-τελικό και αναγκάστηκε να περιοριστεί στη 2η θέση και να παραμείνει χωρίς τίτλο για τρίτη συνεχόμενη σεζόν.
Σόλιντ vs Ριβάλντο
Αξίζει να σημειωθεί πως εκείνη τη χρονιά, ο Σόλιντ είχε στους 32 του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ την πρώτη “γνωριμία” του με τον Ριβάλντο. Ην Μπαρτσελόνα κέρδισε την Μπριζ στο πρώτο παιχνίδι με 0-2 μέσα στο Βέλγιο και της παραχώρησε ισοπαλία με 1-1 στη ρεβάνς του Καμπ Νου. “Δήμιος” της Μπριζ, ποιος άλλος από τον “Ρίμπο”(!), που σημείωσε ένα γκολ σε κάθε παιχνίδι.
Το καλοκαίρι του 2001, ο Σόλιντ ουσιαστικά διατήρησε τον κορμό της περασμένης σεζόν και προχώρησε μόνο σε μερικές συμπληρωματικές κινήσεις στις μεταγραφές, όπως αυτή του Σλοβένου διεθνούς μέσου Τσεχ (1.81μ., 147 συμμετοχές και 37 γκολ σε τέσσερις σεζόν). Η Μπριζ κατάφερε να υποσκελίσει την Άντερλεχτ, αλλά εκεί που φαινόταν πως κάλπαζε προς το νταμπλ, χαλάρωσε στις τελευταίες αγωνιστικές, έκανε μόνο μία νίκη στα τελευταία πέντε παιχνίδια και είδε τη Γκενκ να της κλέβει τον τίτλο μέσα από τα χέρια στο φινάλε τη σεζόν. Η κατάκτηση του κυπέλλου και η επιστροφή στους τίτλους δεν ήταν σίγουρα αρκετή για να ξεπεραστεί το σοκ της απώλειας του πρωταθλήματος.
Η επιστροφή της Μπριζ στην κορυφή
Όπως ήταν φυσιολογικό, μετά από όλα αυτά τη σεζόν 2002-03, δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια για χαλάρωση και “αυτοκτονίες”. Μοναδική μεγάλη μεταγραφή- και μάλιστα πολύκροτη- ήταν αυτή του τεχνίτη Ρουμάνου μέσου Άλτιν Στόικα από την μισητή Άντερλεχτ, που όμως ποτέ δεν “έπιασε” αφού ο Σόλιντ τον άφηνε συχνά πυκνά στον πάγκο και η χημεία τους δεν ταίριαξε. Από εκεί και πέρα ήρθαν άλλοι τρεις παίκτες, κανείς από τους οποίους δεν διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνέχεια (ο Ρώσος μέσος Σερεμπρένικοφ, ο Σλοβάκος αμυντικός Σπίλαρ και ο μπακ Ρόελαντς). Κοινό τους χαρακτηριστικό; Και οι τρεις πάνω από 1.86 στο ύψος!
Η Μπριζ αυτή τη φορά (2002-03) έκανε περίπατο στο πρωτάθλημα, κάνοντας ρεκόρ επιθετικής συγκομιδής με 96 γκολ σε 32 παιχνίδια και επέστρεψε πανηγυρικά στην κορυφή, τερματίζοντας οκτώ βαθμούς μπροστά από την Άντερλεχτ. Ο
Τη σεζόν 2003-04, η Μπριζ έχασε τα πρωτεία στο πρωτάθλημα από την Άντερλεχτ αλλά πήρε το κύπελλο, ενώ φέτος επέστρεψε και πάλι στην κορυφή κατακτώντας με περίπατο- μην σας ξεγελάει η διαφορά των τριών μόλις βαθμών από την Άντερλεχτ που διαμορφώθηκε στο τέλος- τον τίτλο της Jupiler League.
Η επιμονή στην “αεροπορία”
Είναι άξιο παρατήρησης ότι στον μετεγγραφικό τομέα, ο Σόλιντ κινήθηκε στο ίδιο μοτίβο και τις δύο τελευταίες σεζόν. Παίκτες με χαμηλό προφίλ και... μεγάλο ύψος. Εκτός από τους Ολιβέιρα και Μπλοντέλ που έχουν... χαμηλό κέντρο βάρους, όλοι οι υπόλοιποι παίκτες που ήρθαν στην Μπριζ από το 2003 και μετά είχαν, όπως και οι προηγούμενοι που είδαμε, κοινό γνώρισμα το μπόι τους. Μπάλαμπαν (σέντερ φορ, 1.87μ.), Μπουτίνα (τερματοφύλακας, 1.91μ), Κλουβόφσκι (αμυντικός, 1.84μ.), Ισιάκου (επιθετικός, 1.83μ.) είναι τα αποκτήματα της Μπριζ που ξεχώρισαν την τελευταία διετία.
Η Ευρώπη τον πληγώνει...
Είναι γνωστό πως ο Ολυμπιακός ψάχνει τον προπονητή που θα τον οδηγήσει στην Ευρωπαϊκή υπέρβαση. Αυτός μάλλον θα είναι ο κοινός στόχος που ενώνει τις μοίρες των ερυθρολεύκων και του Σόλιντ, αφού ο Νορβηγός έχει μάλλον βαρεθεί και αυτός να μένει με το “αχ” στο στόμα στο Champions League όπου δεν έχει καταφέρει ακόμα να περάσει από τη φάση των ομίλων παρότι και στις τρεις συμμετοχές του (δύο με την Μπριζ και μία με την Ρόζενμποργκ) διεκδίκησε την πρόκριση μέχρι την τελευταία αγωνιστική.
Η πρώτη εμπειρία με την Ρόζενμποργκ
Τη χρονιά που κάθισε στον πάγκο της Ρόζενμποργκ, η “ισόβια” πρωταθλήτρια Νορβηγίας έχασε την πρόκριση στην ισοβαθμία με τη Γιουβέντους, μετά την ήττα της με 2-0 στο Ντελέ Άλπι στην τελευταία αγωνιστική.
Τις δύο πρώτες χρονιές του στον πάγκο της Μπριζ, αποκλείστηκε και στις δύο περιπτώσεις στους 32 του ΟΥΕΦΑ. Την πρώτη χρονιά, όπως είδαμε και νωρίτερα, από την Μπαρτσελόνα του Ριβάλντο και τη δεύτερη από τη Λυών, αφού παρά τη νίκη με 4-1 στο πρώτο παιχνίδι, έχασε με 3-0 στο Ζερλάν με γκολ του Σόνι Άντερσον, που έκανε χατ-τρικ, στις καθυστερήσεις.
Τα όνειρα που πάγωσαν στη Μόσχα
Τη σεζόν 2002-03, στην παρθενική του συμμετοχή στο Champions League με την Μπριζ, η πρωταθλήτρια Βελγίου έφτασε στην πηγή αλλά δεν ήπιε νερό αφού ενώ ήθελε μια ισοπαλία την τελευταία αγωνιστική για να τερματίσει 2η πίσω από την Μπαρτσελόνα, ηττήθηκε με 2-0 στην παγωμένη Μόσχα από τη Λοκομοτίβ και έτσι οδηγήθηκε στους 32 του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ όπου έχασε και στα δύο παιχνίδια από τη Στουτγάρδη και αποκλείστηκε.
Η προδοσία από τη Μίλαν
Την επόμενη χρονιά, η Μπριζ έκανε την καλύτερη της πορεία στο Champions League. Στα προκριματικά απέκλεισε τη Ντόρτμουντ, κερδίζοντας την στα πέναλτι μέσα στο Βεστφάλεν στον επαναληπτικό, παίζοντας με δέκα παίκτες από το δεύτερο ημίχρονο. Ο αποκλεισμός αυτός ήταν και η αρχή του οικονομικού κραχ της Μπορούσια που ακόμα δεν έχει ξεπεράσει τη ζημιά που έπαθε εκείνη τη σεζόν αφού δεν κατάφερε να καλύψει το οικονομικό άνοιγμα που είχε κάνει.
Στη φάση των ομίλων, έκανε τη μεγάλη έκπληξη κερδίζοντας με 0-1 τη Μίλαν μέσα στο Σαν Σίρο και βρισκόταν αγκαλιά με τη δεύτερη θέση μέχρι την τελευταία αγωνιστική. Όμως, παρότι η ίδια κέρδισε τον Άγιαξ στην έδρα της, η Μίλαν που είχε εξασφαλίσει την πρόκριση παρατάχθηκε με αναπληρωματικούς στο Μιλάνο κόντρα στη Θέλτα, κάτι που η ομάδα της Γαλικίας εκμεταλλεύτηκε κερδίζοντας με 1-2 και πήρε έτσι αυτή τη δεύτερη θέση και την πρόκριση. Προς τιμήν του ο Σόλιντ στις δηλώσεις του δεν καταφέρθηκε κατά της τακτικής των ροσονέρι και απλά αποδέχθηκε τον αποκλεισμό, δηλώνοντας ικανοποιημένος από την πορεία της ομάδας του που συνέχισε στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ όπου πέρασε ένα γύρο πριν αποκλειστεί στους 16 με δύο ήττες από την Μπορντό.
Τη σεζόν που μόλις τελείωσε, η Μπριζ πραγματοποίησε τη χειρότερη της Ευρωπαϊκή πορεία με τον Σόλιντ στον πάγκο, αφού πρώτα αποκλείστηκε στα προκριματικά του Champions League από την Ουκρανική Σαχτάρ Ντόνετσκ και στη συνέχεια βγήκε νοκ-άουτ στη φάση των ομίλων του ΟΥΕΦΑ όπου τερμάτισε 4η πίσω από τις Ντνιέπρ, Αούστρια και Σαραγόσα, μετά την αποτυχία της να κερδίσει τους Ισπανούς μέσα στην έδρα της στην τελευταία αγωνιστική.
Περιζήτητος γαμπρός
Παρά τις μόλις τρεις συμμετοχές στους ομίλους του Champions League και τη μικρή Ευρωπαϊκή του παρουσία, ο Τροντ Σόλιντ διατηρεί πολύ καλό όνομα, ειδικά στη Νορβηγία και το Βέλγιο, αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Η εμπιστοσύνη του Νιλς Άρνε Έγκεν στο πρόσωπο του, η επιτυχημένη χρονιά του στη Ρόζενμποργκ, η πορεία-έκπληξη με τη Γάνδη και οι επιτυχίες του στον πάγκο της Μπριζ σε συνδυασμό με το επιθετικό ποδόσφαιρο και το ξεχωριστό στυλ παιχνιδιού που μεταδίδει στις ομάδες του, έχουν βοηθήσει στο χτίσιμο του ονόματος του Σόλιντ.
Στη χώρα του τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση και δεν είναι τυχαίο ότι τον Οκτώβριο του 2003, όταν αναζητούσε τον διάδοχο του Σεμπ στον πάγκο της Εθνικής, η Νορβηγική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία τον είχε πρώτο στη λίστα της αλλά πήρε αρνητική απάντηση από τον Σόλιντ που δεν ήταν έτοιμος να αφήσει το Μπριζ. Την ίδια απάντηση εισέπραξαν και οι άνθρωποι της Ρόζενμποργκ που τον επισκέφθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο για να τον πείσουν να επιστρέψει στο Λέρκενταλ. Λέγεται ότι μεγάλο ρόλο στην απόφαση του να μην επιστρέψει στην Ρόζενμποργκ, έχει παίξει και η επιθυμία της συζύγου του Κρίστελ να μη ζει στο Τρόντχαϊμ. Ο Πειραιάς και η Αθήνα είναι σίγουρα πιο ελκυστικές περιοχές για την κυρία Σόλιντ...
Στο μεταξύ, πέρα από το Νορβηγικό ενδιαφέρον, το όνομα του 46χρονου τεχνικού είχε παίξει και σε σενάρια για τους πάγκους των Τότεναμ, Πόρτσμουθ, Νιούκασλ, και Σάλκε, ενώ αργότερα όπως όλοι θυμόμαστε βρέθηκε στο στόχαστρο και του Παναθηναϊκού.
Φαίνεται τελικά πως, μετά από το φλερτ με μια σειρά από μνηστήρες, ο Νορβηγός πήρε επιτέλους την απόφαση να τελειώσει τον πενταετή “δεσμό” του με την Μπριζ και να αναζητήσει νέες, πιο συναρπαστικές, περιπέτειες, έχοντας πλέον ως βάση το λιμάνι του Πειραιά.
O Μπάγεβιτς της Μπριζ
Μπορεί να ακούγεται οξύμωρο, αλλά κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Ο Σόλιντ θυμίζει σε πολλούς τομείς Μπάγεβιτς και ο τρόπος με την οποίο τον αντιλαμβάνονται οι φίλοι της Μπριζ,, παραπέμπει στην εικόνα που έχει για τον Μπάγεβιτς η υγιής πλειοψηφία των φιλάθλων του Ολυμπιακού.
Ο Νορβηγός είναι λάτρης της πειθαρχίας και θέλει να είναι απόλυτο αφεντικό μέσα στην ομάδα. Μπαίνει πάντα μπροστά από τους ποδοσφαιριστές και ποτέ δεν τους κατηγορεί δημόσια. Του αρέσει οι ομάδες του να παίζουν επιθετικά και με τη μπάλα κάτω, ενώ δεν φημίζεται σε καμία περίπτωση για την αμυντική θωράκιση τους.
Οι φίλοι της Μπριζ τον σέβονται και τον εκτιμούν για το ποδόσφαιρο που έχει παίξει η Μπριζ υπό τις οδηγίες του, αλλά τον θεωρούν απόμακρο και επιπλέον έχουν παράπονα από την αδυναμία του να προσαρμόσει το παιχνίδι της Μπριζ στις ανάγκες του Champions League και να την οδηγήσει σε κάποια διάκριση εκεί.
Ο Σόλιντ έχει τους παίκτες-εμμονές του (π.χ. στη Μπριζ τον συμπατριώτη του σέντερ-φορ Ρούνε Λάνγκε) που δύσκολα βγαίνουν από την εντεκάδα, την ώρα που παίκτες τεχνίτες και δημοφιλείς στην εξέδρα (π.χ. Στόικα και Μπλοντέλ) ζεσταίνουν συνήθως τον πάγκο.
Οι επιτυχίες μέσα στο Βέλγιο και το επιθετικό ποδόσφαιρο που προσφέρει η Μπριζ με το 4-3-3 στους φιλάθλους τους. είναι αυτά που του χαρίζουν την ψήφο εμπιστοσύνης παρά τις όποιες επιφυλάξεις. Φυσικά στην Μπριζ οι οργανωμένοι οπαδοί δεν παίζουν κανένα ρόλο σε ότι έχει να κάνει με τη θέση του προπονητή και είναι χαρακτηριστικό πως ο Νορβηγός είναι πολύ άκαμπτος στις αποφάσεις του και ποτέ δεν επηρεάζεται από κανένα είδους σχόλιο ή κριτική πριν τις πάρει.
To κεφάλαιο Ολυμπιακός
Σίγουρα αυτός ο “γάμος”, αποτελεί ένα ρίσκο, τόσο για τον ίδιο τον Σόλιντ, όσο και για τον Ολυμπιακό. Ο Νορβηγός παίρνει ένα μεγάλο ρίσκο βαδίζοντας προς το άγνωστο, σίγουρα με τις πιθανότητες να πετύχει κάτι πολύ καλύτερο από τον προκάτοχό του, τουλάχιστον σύντομα, να είναι μικρές. Από την άλλη οι Πρωταθλητές Ελλάδας αντικαθιστούν τον απόλυτο κυρίαρχο των Ελληνικών πάγκων την τελευταία περίπου δεκαπενταετία, ευελπιστώντας να κάνουν το βήμα παραπάνω με έναν άνθρωπο που έχει παρουσιάσει μεν έργο όπου δούλεψε αλλά που δεν έχει καθόλου εμπειρία από την Ελληνική πραγματικότητα και τίποτα παραπάνω να επιδείξει από τον Μπάγεβιτς από πλευράς επιτυχιών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Είναι βέβαια γνωστό ότι χωρίς ρίσκο δύσκολα φτάνει κανείς ψηλά. Επομένως το πιο φρόνιμο ίσως θα ήταν να μη βιαστούμε να βγάλουμε ετυμηγορία και να αφήσουμε τον χρόνο να κρίνει το πως θα εξελιχθεί και για τις δύο πλευρές αυτή η σχέση.
Τα καυτά ζητήματα
Όπως και σε κάθε τέτοια περίπτωση, το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ένας προπονητής είναι η περίοδος προσαρμογής. Το Ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει καμία σχέση ούτε με αυτό της Νορβηγίας, ούτε με αυτό του Βελγίου. Και μπορεί στη Μπριζ ο Σόλιντ να είχε δύο χρόνια πίστωση για να φτιάξει την ομάδα όπως την ήθελε, όμως οι “βιαστικοί” Έλληνες δύσκολα θα του συγχωρέσουν δύο χρονιές χωρίς τίτλο, πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο Ολυμπιακός έχει κατακτήσει τα 8 από τα 9 τελευταία πρωταθλήματα και έχει αρχίσει να μοιάζει στα μάτια των φίλων του με “ισόβιο” πρωταθλητή.
Επιπλέον ο Σόλιντ αρέσκεται να παίζει επιθετικά, χρησιμοποιώντας πάντα σύστημα 4-3-3 με παίκτες που έχουν καλή φυσική κατάσταση και πρεσάρουν πολύ. Η ηλικία και ο τρόπος παιχνιδιού ορισμένων από τους πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού (π.χ. Ριβάλντο, Τζόρτζεβιτς, Γεωργάτος) δεν ταιριάζει και πολύ με αυτή τη φιλοσοφία του Νορβηγού. Επιπλέον οι κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας, καθιστούν αυτό το είδος παιχνιδιού ακόμα πιο επίπονο ορισμένες εποχές.
Από εκεί και πέρα, αναμένεται επίσης με ενδιαφέρον το που θα οδηγήσει η “μανία” του Σόλιντ με τους ψηλούς και ειδικά η εμμονή του στην χρησιμοποίηση ενός στράικερ “κολώνα” στο κέντρο της γραμμής κρούσης. O Νορβηγός συνήθως προτιμάει “εργατικούς”, υψηλόσωμους σέντερ φορ και όχι ονόματα που ενθουσιάζουν τον κόσμο και τέτοιου είδους παίκτη αναμένεται να φέρει στον Ολυμπιακό αυτό το καλοκαίρι. Αντίθετα συχνά πυκνά αφήνει τους πιο μικρόσωμους και τεχνίτες παίκτες να ζεσταίνουν τον πάγκο που συχνά είναι δημοφιλείς (στην Μπριζ ήταν ο Στόικα, στον Ολυμπιακό θα είναι ο Καστίγιο;) αν δεν μπορούν να προσαρμοστούν στον physical τρόπο παιχνιδιού που επιβάλει ο ίδιος.
Παίκτες όπως ο νεαρός Ουρουγουανός ή ο Οκκάς, σίγουρα δεν ευνοούνται από τις υψομετρικές αυτές τις προτιμήσεις του Σόλιντ, αλλά λογικά τους “γλιτώνει” η δυνατότητα τους να βοηθήσουν από τις δύο περιφερειακές θέσεις της επίθεσης. Το θέμα τότε είναι τι θα γίνει με τους Ριβάλντο και Τζόρτζεβιτς που είναι ίσως οι δύο παίκτες του Ολυμπιακού που έχουν το μεγαλύτερο ειδικό βάρος αλλά οι δύο που δεν μαρκάρουν ιδιαιτέρως...
Είναι γνωστό πως ο Μπάγεβιτς τράβηξε τη χρονιά που μας πέρασε πολλά λόγω της ψυχρής του σχέσης με το “Club Latino” του Ολυμπιακού. Πώς θα αντιμετωπίσει ο Σόλιντ την αντίδραση του Ριβάλντο όταν αποφασίσει ενδεχομένως να τον αντικαταστήσει σε κάποιο παιχνίδι; Τι θα γίνει αν ο Καστίγιο παραφερθεί αν δεν παίζει όσο θέλει ή με τη συμπεριφορά του μέσα στον αγωνιστικό χώρο εκνευρίσει τον λάτρη της πειθαρχίας Νορβηγό τεχνικό;
Γενικότερα, σε μια ομάδα όπου οι παίκτες είναι μάλλον υπερβολικά καλομαθημένοι τα τελευταία χρόνια σε θέματα πειθαρχίας, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον το να δούμε κατά πόσο θα συνυπάρξουν αρμονικά οι “βεντέτες” της ομάδας, με τον λάτρη της πειθαρχίας Νορβηγό και πόσο φυσικά θα τον υποστηρίξει η διοίκηση σε ενδεχόμενη ρήξη με κάποιο αστέρι της ομάδας, κάτι που ο προέδρος του Ολυμπιακού δεν είχε κάνει σε αρκετές περιπτώσεις όταν το χρειάστηκαν άλλοι προπονητές στο παρελθόν, αν εξαιρέσουμε την περίπτωση Χούτου όπου βέβαια το κακό είχε παραγίνει.
Εν κατακλείδι...
Το θετικό είναι ότι ο Νορβηγός έχει ικανότητες, έχει όραμα, έχει παρουσιάσει έργο όπου έχει δουλέψει, είναι μεθοδικός, είναι διψασμένος για επιτυχίες και ταυτόχρονα διόλου άπειρος, και ότι σκοπεύει να φτιάξει μια ομάδα που θα παίζει καλό και επιθετικό ποδόσφαιρο, κάτι που ταιριάζει στο προφίλ του Ολυμπιακού.
Αυτά που μένουν να δούμε, είναι το πόσο γρήγορα θα προσαρμοστεί στην Ελληνική πραγματικότητα, ποια θα είναι η σχέση του με τους παίκτες, τι στήριξη θα έχει από τη διοίκηση όταν τη χρειαστεί και τι πίστωση χρόνου θα του δώσει ο κόσμος αν τα πράγματα σε κάποια φάση δεν εξελιχθούν ρόδινα και φυσικά... αν θα καταφέρει να κάνει το βήμα παραπάνω στην Ευρώπη!
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι φίλοι του Ολυμπιακού θα πρέπει να ετοιμάζονται να χορτάσουν γκολ και θέαμα σε Ελλάδα και Ευρώπη, ελπίζοντας ταυτόχρονα να είναι η ομάδα τους αυτή που... θα βάζει τα περισσότερα! Χαρακτηριστική της επιθετικής φιλοσοφίας του Σόλιντ, είναι μια δήλωση που είχε κάνει μετά από μια ευρεία νίκης της Μπριζ όταν ερωτήθηκε για τη μεγάλη επιθετική συγκομιδή της: “Το σκοράρισμα μας είναι σαν το κέτσαπ. Ποτέ δεν ξέρεις πόσο θα βγει όταν πιέσεις το μπουκάλι!”.