Οι παραξενιές του χαρακτήρα μου

oi-paraxenies-tou-charaktira-mou

Η πρωινή υγρασία της βιασύνης στο μανίκι σαν κατούρα από νεογέννητο Chihuahua, η μηχανή του καφέ που τρωει μοχθηρά το τελευταίο σου κέρμα, η στάχτη του σιγγαρέττου που τρυπά ύπουλα το καινούργιο τραπεζομάντιλο της κυρίας Καλλισθένης, η θορυβώδης βρωμερή ανάσα του πελάτη σου, σαν απορροφημένο χτικιασμένο ζωντανό όταν σκύβει να υπογράψει το συμφωνητικό, η αναγούλα και η ανατριχίλα αντικρύζοντας τις λεπτές σχεδόν διάφανες τρίχες στην πέτσα του ωμού κοτόπουλου, υπάρχουν και πόσα άλλα χειρότερα...

Θυμάμαι εκείνη την τελευταία φορά που μιλήσαμε σε εκείνο το εφηβικό πολύωρο τηλεφώνημα. Σε άκουγα να με κατηγορείς για διάφορες εφηβικές κομπίνες (γκομενικές, φιλικές, κοινωνικές, άλλες). Είχα κι εγώ ράμματα για τη γούνα σου αλλά εκείνη τη σιγμή σε φανταζόμουν να φοράς ένα κιτρινωπό χνουδωτό πόλο με ώχρα νερά που είδα την προηγούμενη σε ένα τεύχος burda της μάνας μου και μου φάνηκε φριχτό και έτσι άφησα τη ρενάρ ανέπαφη. 

Όταν τελείωσες σου είπα απλά, με συναισθήματα ανάμεικτα αλλά με μια ανεξήγητη απάθεια ως προς το να προσπαθήσω να διεκδικήσω το πάνω χέρι, «δεν θέλω να έχω καμία επαφή μαζί σου στο εξής», συμφώνησες, από τότε έχουμε να τα πούμε, ήτανε σαν κανόνας που τηρήσαμε με ευλάβεια.

Βασικά ήταν μία φιλική σχέση περίεργη, που δημιουργήθηκε μέσω άλλων κοινών φίλων μας. Θυμάμαι ένιωθα σαν σαλάμι σφηνωμένο σε σάντουιτς ξεδοντιάρη γιάπη. Από τη μια τα σοβαρότατα προβλήματα σου με τις φίλες μου (λεσβιοερωτική εμμονή με μία από αυτές, παρακολούθηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας τους, άλλα ανακατέματα κλπ) που τα άκουγα σαν κατάδικος εξομολογήτρα, από την άλλη τα προβλήματα σου μαζί μου (είχες ανακατευτεί στην προσωπική μου ζωή αυθαίρετα και επειδή δεν έλυσες τις απορίες σου σχετικά με ορισμένα πιπεράτα θέματα με έβγαλες ψεύτρα και υποκρίτρια και πήγες να το παίξεις Δον Κιχώτρια για να σώσεις τάχα άπαντα εξαπατημένο). 

Εν τέλει απομονώθηκες από όλες μας σαν άτομο άκρως επικίνδυνο, με κύρια τιμωρία για όλα όσα έκανες στην κάθε μία χωριστά και σε όλες μαζί (αφού προσπάθησες να μας χαλάσεις τη φιλία και την εμπιστοσύνη) να μην μάθεις ποτέ το γιατί, να μείνεις με την καψερή αμφιβολία, να κυνηγιέσαι μόνη σου, και συνεχίσαμε να ζούμε καλά και ευτυχισμένα, να βλέπουμε Σάντυμπελ και το Σάββατο το βράδυ να βγαίνουμε σαν in κορίτσια στο σινεμά μέχρι τις 8 τα μεσάνυχτα. `

Πέρασαν από τότε ολόοοοκληρα χρόνια, μεγαλώσαμε, σπουδάσαμε, σοβαρευτήκαμε, παχύναμε, κιτρίνισαν οι φτέρνες μας και δεν την σκεφτήκαμε ποτέ, ούτε καν για να κουτσομπολέψουμε τα βασικά. Το χτεσινό λοιπόν όμορφο βράδυ, επέστρεψα πτώμα από τη δουλειά, έπιασα το J&B; και τα χαλεπιανά και μπήκα τελετουργικά στη διαδικασία να χαλαρώνω, άνοιξα τα e-mails μου και τι να δω; Μήνυμα της! 

Έπεσα από τα σύννεφα και έσκασα σαν βαρυψημένο καρπούζι. «Είμαι η τάδε, έψαχνα το τάδε στο google και βρέθηκα στο blog σου, δεν μπορεί να είναι τυχαίο, απίστευτο, δεν μπορείς να ξέρεις πόσο μου λείψατε, με τις άλλες μίλησα, μόνο εσύ έμεινες, διάβασα όλα τα κείμενα κ.ο.κ.» με πολύ πάθος, που αν επρόκειτο για ένα άγνωστό μου άτομο θα ένιωθα η Σάκις έτοιμη να υπογράψω αυτόγραφο. 

Στο καπάκι (όχι της τουαλέτας) άλλα 2 μηνύματα της, το ένα ποίημα για όλες μας, και το άλλο η εκδήλωση της επιθυμίας της να βρεθούμε να μιλήσουμε και άλλα συγκινητικά και πάει λέγοντας η όλη προσπάθεια της να μας επαναπροσεγγίσει για να ζητήσει όπως λέει «συγγνώμη» για τότε. 

Με έκοψε κρύος ιδρώτας. Σαν να πετάχτηκε μπροστά μου φάντασμα να μου πιάσει τα οπίσθια. Ένιωθα να κάνουν έρωτα πουλιά με γρίπη H5 πάνω στο επιγάστριο μου, άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές και ώσπου να ηρεμίσω είδα το χάρο ταβερνιάρη να τραβά από το μπράτσο αλλοδαπούς πελάτες για να φάνε μουσακά. Το πληκτρολόγιο ήταν σαν να στοιχειώθηκε, φοβόμουν να αγγίξω τα πλήκτρα, νόμιζα θα πεταχτεί κανένα χέρι χλωμό με τυλιγμένα φύκια επάνω του να με τραβήξει. `

Άραξα στο σέντονος club όπου παραμένω για πενθήμερο γλέντι να εκτονώσω το θεϊκό κορμί μου από την υπερκόπωση των ημερών. Σήμερα διάβασα εκ νέου τα μηνύματα να επιβεβαιώσω ότι δεν είναι κανένα περίεργο σύμπτωμα. Και άρχισα να σκέφτομαι. Και ο Κωστάκης με έριξε από το μονόζυγο και μου έφαγε τα δρακουλίνια μου στο νηπιαγωγείο αλλά μιλάμε κάθε τόσο όταν τον δω στο περίπτερο, τον κτυπάω και στον ώμο φιλικά προσπαθώντας να μιμηθώ τη Μενεγάκη εν ώρα γέλιου. Ακόμα παιδεύεται αυτή με λάθη μούμιες για μια συγγνώμη για κάτι τόσο ασήμαντο, ξεχασμένο, ανύπαρκτο αιώνες μετά; 

Ο Κωστάκης δεν μου είπε συγγνώμη για όλες τις αποτρόπαιες πράξεις του. Η ζωή κυλά και φεύγει σαν καροτσάκι με τρόφιμα γριάς γυναίκας σε κατήφορο που οδηγεί σε μια πνιγηρή ποντικόσουπα. Γιατί αναλωνόμαστε σε άσκοπα πράματα; Γιατί μένουμε στάσιμοι; Γιατί – γιατί – γιατί ΔΕΝ ζούμε;