Στα άκρα του νότιου ημισφαιρίου, όπου θα λάβει χώρα το Παγκόσμιο Κύπελλο, είναι χειμώνας. Γεγονός που μοιάζει παράξενο σε εμάς, που έχουμε συνδέσει τη «γιορτή του ποδοσφαίρου» με ζεστές νύχτες και υπαίθριες οθόνες.
Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1994 να βλέπω τους περισσότερους αγώνες του μουντιάλ σε μια μικρή τηλεόραση φοιτητικής εστίας ενός πανεπιστημίου στην αγγλική επαρχία· το καλοκαίρι όπως το ξέρουμε στη Μεσόγειο, με τον υπαίθριο βίο, έμοιαζε κάτι πολύ μακρινό. Ηταν το Παγκόσμιο Κύπελλο στις Η.Π.Α., το «μουντιάλ της ντροπής» για την προ Ρεχάγκελ Εθνική Ελλάδας, η οποία έπαιξε το ρόλο του σάκου του μποξ για τις υπόλοιπες ομάδες του προκριματικού της ομίλου, με αποκορύφωμα το γκολ του Μαραντόνα στον αγώνα με την Αργεντινή, όταν ο Ντιέγκο, φανερά «στα τελειώματά του» πλέον, έτρεξε πανηγυρίζοντας και κόλλησε τη μούρη του στην κάμερα κάνοντας ένα μορφασμό ο οποίος θύμιζε έντονα το ντελίριο ενός ημιπαράφρονα εγωμανούς που έχει κάνει κανά δυο γραμμές παραπάνω. Μετά τα ματς, κάναμε βόλτες στο κέντρο της μικρής πόλης μαζί μ' ένα φίλο από την «πατρίδα» και συχνά, σ' αυτό το περιβάλλον ερημιάς και την ατμόσφαιρα μουντής άνοιξης παρά καυτού θέρους, μας έπιανε μια νοσταλγία για τις τηλεοράσεις στα μπαλκόνια, τις φωνές και τα γέλια στους δρόμους, τον ήχο που κάνει το πιρούνι στο πιάτο με το καρπούζι, την μπάλα που σκάει στον τοίχο από το σουτ κάποιου πιτσιρικά που βγήκε φορτισμένος στο δρόμο κατά τη διάρκεια του ημιχρόνου.
Ο πίνακας των κορυφαίων εθνικών ομάδων του πλανήτη μπορεί να αλλάζει με τα χρόνια, οι προσδοκίες των πάντων όμως για υπερβατικό επίπεδο ποδοσφαίρου εστιάζουν στη Βραζιλία.
Πιο πολύ κι από την καλοκαιρινή Αθήνα, όμως (η νωθρή καθημερινότητα της οποίας κερδίζει ένα ρυθμό και μια δομή τον καιρό των μεταδόσεων μιας τέτοιας μεγάλης διοργάνωσης), η ιδανική κατάσταση παρακολούθησης του μουντιάλ είναι οπωσδήποτε σε καφενείο κάποιου νησιού, παρέα με ντόπιους και τουρίστες –Ελληνες και ξένους. Εκεί πραγματικά νιώθει κανείς –ακόμα κι αν δεν είναι δηλωμένος οπαδός του αθλήματος– ένα είδος προσωρινού έστω δεσμού με μια μικρογραφία της παγκόσμιας κοινότητας, σε συνθήκες τέτοιας χαλάρωσης όπου το ματς είναι το πιο επείγον και ευχάριστα έντονο κομμάτι μιας ξέγνοιαστης μέρας. Οι θεατές –Ελληνες, Ιταλοί, Γερμανοί, Αγγλοι κ.ο.κ.– κάνουν πλάκα με τα εθνικά στερεότυπα όπως αυτά μοιάζουν να μετουσιώνονται στην αγωνιστική συμπεριφορά των ομάδων, και είναι σαν να ακούς απόηχους από τον κοσμοπολιτισμό των μεταδόσεων του Διακογιάννη σε διαφορετικές γλώσσες.
Όλα τα σχόλια χωράνε και, αντίθετα από την τσίτα, τον ανταγωνισμό και την επιθετικότητα που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των οπαδών σε συλλογικό επίπεδο, όταν πρόκειται για εθνικές ομάδες που αγωνίζονται στην τελική φάση ενός παγκόσμιου κυπέλλου, το πανηγύρι των στερεοτύπων είναι η μισή απόλαυση της ιστορίας. Γεγονός που επιτρέπει και σε γυναίκες να συμμετέχουν αυθόρμητα στο σχολιασμό, ακόμα κι αν αγνοούν τους βασικούς κανόνες του αθλήματος. Θα πρέπει να ήταν στο μουντιάλ του '98, αν δεν με απατάει η μνήμη μου, που ήμασταν μαζεμένοι σ' ένα σπίτι για να δούμε το απογευματινό ματς. Κάποια στιγμή, κατέφθασε και μια φίλη, και μας ρώτησε ποιοι έπαιζαν. «Ολλανδία - Τζαμάικα», της απάντησε κάποιος. «Παίζουν μεταξύ τους τα λιώματα δηλαδή», ήταν το σχόλιό της –μια αναφορά, δηλαδή, στην εκτεταμένη (και ελεύθερη) χρήση κάνναβης, που χαρακτηρίζει το θεσμικό καθεστώς και των δύο χωρών.
Ο πίνακας δυναμικότητας των κορυφαίων εθνικών ομάδων του πλανήτη μπορεί να αλλάζει με τα χρόνια, οι προσδοκίες όμως των πάντων για ένα ανώτερο, υπερβατικό επίπεδο ποδοσφαίρου εξακολουθούν να εστιάζουν στη Βραζιλία. Ακόμα κι αν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 (το οποίο ελάχιστοι είδαν στη χώρα μας) και παρά τους τίτλους που ακολούθησαν, δεν επαναλήφθηκε ποτέ το «εξωγήινο» ποδόσφαιρο της παρέας του Πελέ. Ο νταλκάς παραμένει. Και σπάνια έχει εκφραστεί τόσο ιδανικά όσο στο βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα Νικ Χόρνμπι Fever Pitch, και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο που αναφέρεται ακριβώς σ' εκείνη τη Βραζιλία, οι εμφανίσεις της οποίας σημάδεψαν σε σημείο τραυματικό την πορεία του ως φιλάθλου εφεξής:
«...Δεν ήταν μόνον η ποδοσφαιρική ποιότητα· ήταν ο τρόπος που ακόμα και η πιο εξωφρενική φιγούρα έμοιαζε εξίσου λειτουργική και απαραίτητη με ένα χτύπημα κόρνερ ή ένα πλάγιο. Στο μυαλό μου, ο πιο κοντινός παραλληλισμός ήταν με την Αστον Μάρτιν του Τζέιμς Μποντ, που είχε όλα εκείνα τα επιπλέον χαρακτηριστικά: Καθίσματα που εκτοξεύονταν, κρυμμένα όπλα, τρελά gadgets... Ακόμα και ο τρόπος που πανηγύριζαν τα γκολ, τρέξιμο, άλμα, γροθιά στον αέρα και ξανά το ίδιο, έμοιαζε συγχρόνως εξωγήινος και αστείος και θαυμαστός. Κατά κάποιον τρόπο, η Βραζιλία μας κατέστρεψε. Αποκάλυψε ένα είδος πλατωνικού ιδεώδους για το ποδόσφαιρο, το οποίο δεν μπορούσε να επαναληφθεί ούτε καν από τους ίδιους τους Βραζιλιάνους. Ο Πελέ αποσύρθηκε, και στα μουντιάλ που ακολούθησαν η Εθνική της χώρας του μας έδειξε μόνον κάποιες αναλαμπές αυτού του εξωπραγματικού ποδοσφαίρου, λες και το καλοκαίρι του 1970 ήταν ένα μισοξεχασμένο όνειρο που είχαν δει κάποτε οι παίκτες...».